Όταν έπεσε η ιδέα για τις διακοπές στο εξοχικό του θείου Αριστείδη, στην Αμμουδερή, ανατρίχιασα σύγκορμος. Η ιδέα και μόνο ότι θα πέρναγα δυο μήνες, εξόριστος σ’ αυτό το κωλοχώρι –όλο βράχια και κοτρόνες– τέρμα Θεού, ανάμεσα στους δεινόσαυρους που απάρτιζαν την οικογένεια, μ’ αρρώσταινε. Αν κατόπιν δέχτηκα να το σκεφθώ –κατ’ αρχήν– και να το αποφασίσω τελικά αυτό οφειλόταν σε τρεις λόγους, που παραθέτω κατά σειρά σπουδαιότητος.
α) Μετά τον τελευταίο τραυματισμό μου στο πόδι –υποτροπή θλάσης ινών του μηριαίου τετρακέφαλου– αποκλείστηκα από την εφηβική εθνική ομάδα στίβου, που θα λάβαινε μέρος σε δυο-τρεις σημαντικές διεθνείς συναντήσεις αυτό το καλοκαίρι κι επομένως κάθε μου κίνητρο και φιλοδοξία για τη σαιζόν αυτή πήγε περίπατο. Μέχρι να αποθεραπευτώ και να ξαναβρώ τον ρυθμό των αγώνων θα μ’ έβρισκε καλό φθινόπωρο, οπότε χαιρέτα μου τον πλάτανο!
β) Η αγαπημένη μου Δέσποινα μου ανήγγειλε πως θα ’φευγε με τους γονείς της για ένα μήνα στην Ευρώπη –παρά τις προηγούμενες αντίθετες διαβεβαιώσεις της. Οπότε, το να μείνω στην Αθήνα, άνεργος κι ανέραστος ντάλα καλοκαίρι, να ψήνομαι στην άσφαλτο και το τσιμέντο θα ’ταν πρώτης τάξεως ηλιθιότητα.
γ) Στην εξορία δεν θα ήμουν εντελώς μόνος, έρμαιο των λειψάνων, αφού μαζί θα ’ρχόταν και η ξαδέρφη μου, η Μαρία.