Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Οι Αραβικές Νύχτες των Παλαιών Γιουνάνηδων

 


Ο μεγάλος καημός και το κόμπλεξ του Νεοέλληνα, από τα μέσα του 19ου αιώνα κιόλας ήταν να λογιστεί Ευρωπαίος, ισότιμος και ισάξιος με όλους εκείνους τους θαυμαστούς και πεπολιτισμένους κατοίκους των λαμπερών –και λιγότερο λαμπερών– χωρών της μυθικής Δύσης. Όπου όλα είναι αλλιώς, σαφέστατα πιο εκλεπτυσμένα και –κυρίως– απείρως πιο ελεύθερα. Είναι λίγο όπως το όνειρο των παιδιών να γίνουν αστροναύτες κι εξερευνητές πριν πειστούν (ή αναγκαστούν) να γίνουν λογιστές.

Στο βάθος ξέρουμε πολύ καλά πως, αντίθετα με τις διαβεβαιώσεις των εκλεγμένων (από δική μας βλακεία) ταγών μας, ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν», στην πραγματικότητα είμαστε Ανατολίτες και με τη βούλα. Κι όχι «στο βάθος»... σε όλα μας! Είναι κάτι που βιώνουμε καθημερινά, το ξέρουμε και το νιώθουμε, αλλά... δεν μας αρέσει. Το «ούνα φάτσα, ούνα ράτσα», που σκαρώσαμε, παραπέμπει στους εκ δυσμών γείτονες κι όχι στους άλλους, εξ ανατολών, που θα ταίριαζε απείρως περισσότερο. Την Ανατολή την κουβαλάμε μέσα μας, τη Δύση απλά τη ζηλεύουμε.

Οι ιστορίες που ακολουθούν διαδραματίζονται λοιπόν στην καθ’ ημάς Ανατολή, από τη μια ή την άλλη όχθη του Αιγαίου, και καλύπτουν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, που ο δυνάστης ήταν ξένος κι ετερόδοξος κι όχι γηγενής και ομόδοξος –και στις δυο περιπτώσεις βέβαια ο δουλοπάροικος παραμένει δουλοπάροικος κι ο αφέντης αφέντης.

Download PDF


Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

Αρσένης Λούπενας --Διαρρήξεις παντός είδους

 



Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν (περπατώντας) τη Γαλλία των πουρκουάδων κι εγκατέστησαν εκεί, σαν τοποτηρητή και πρόθυμο συνεργάτη την προδοτική κυβέρνηση του Βισύ, υπό τον άλλοτε ήρωα και κατόπιν λακέ του Άξονα, στρατάρχη Πεταίν, ο Αρσέν Λουπέν, κοντά στα εξήντα του χρόνια τότε, διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου έθεσε τον εαυτό του και τα ταλέντα του στη διάθεση των Συμμάχων.

Γνωρίζουμε ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου έδρασε σαν κατάσκοπος για τις συμμαχικές Μυστικές Υπηρεσίες, αλλά αγνοούμε τι ακριβώς έκανε, διότι οι σχετικοί φάκελοι, πολύ βολικά, χάθηκαν.

Εκείνο που γνωρίζουμε –τουλάχιστον εμείς, της οικογένειας– είναι ότι στη Μέση Ανατολή γνώρισε μια Ελληνίδα νοσοκόμα, τη Μαριγούλα, την οποία λέγεται ότι ερωτεύθηκε (οι γνωστοί γελοίοι γεροντοέρωτες) και παντρεύτηκε δόξη και τιμή. Μαζί της δε απέκτησε και τον μοναδικό του (αναγνωρισμένο) απόγονο, τον Αλέκο.

Μετά τον πόλεμο ο μυστηριώδης και πάντα ανήσυχος Γάλλος ευπατρίδης (τέως λωποδύτης και νυν ήρωας πολέμου) εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Εικάζεται ότι αυτομόλησε στο Παραπέτασμα, στη Σοβιετία, αλλά αυτό μένει να αποδειχτεί.

Η Μαριγούλα επιστρέφει στην Ελλάδα με τον γιο της, όπου μετά πάροδο κάποιου χρόνου ξαναπαντρεύεται με έναν εύπορο βιομήχανο ιθαγενή.

Ο Αλέκος, παρ’ ότι λαμβάνει μια ζηλευτή μόρφωση, στα καλύτερα σχολεία της Ελβετίας και της Αγγλίας, ακολουθεί τη «φωνή του αίματος», του αγνώστου σ’ αυτόν πατρός. Όμως δεν διαθέτει, φευ, το ταλέντο και τη φινέτσα του γεννήτορα του. Ένας κοινός πορτοφολάς, δευτέρας διαλογής, θα παραμείνει σε όλη του τη ζωή, μπαινοβγαίνοντας στις φυλακές, όπου θα γνωρίσει μια νεαρή κι ευσυνείδητη κοινωνική λειτουργό, ονόματι Πόπη, η οποία επιχειρεί –ανεπιτυχέστατα δυστυχώς– να τον επαναφέρει στον «σωστό δρόμο», προχωρώντας ακόμη (ως ύστατη προσπάθεια υποθέτω) και σ’ αυτό τούτο το απονενοημένο διάβημα της επισημοποίησης των σχέσεών τους.

Enter εγώ! O (μοναδικός) καρπός της ένωσης του κάπως αταίριαστου αυτού ζεύγους.

Φευ (ή ίσως όχι και τόσο φευ), σύντομα μετά τον ερχομό μου στον κόσμο ετούτο, ο πατέρας Αλέκος (που είχε στο μεταξύ εξελληνίσει το δυσκολοπρόφερτο γαλλικό του όνομα), γκρεμίζεται από τη μάντρα ενός σωφρονιστικού ιδρύματος, σε μια μάλλον αφελή απόπειρα απόδρασης και... να ζήσουμε να τον θυμόμαστε.

Μεγαλώνω λοιπόν κάτω από την (κάπως πιεστική είναι η αλήθεια) φροντίδα της μητέρας Πόπης και της εξαιρετικά εύπορης, πλην απελπιστικά συντηρητικής, οικογένειας της. Κι εγώ, όπως ο πατέρας μου, φοιτώ στα καλύτερα σχολεία ημεδαπής κι αλλοδαπής κι αποφοιτώ από τα πλέον εμβληματικά Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια. Κι εγώ, όπως εκείνος, ανακαλύπτω νωρίς την έφεσή μου στην περιπέτεια και την δια των πράξεων βελτίωση του άδικου και καταπιεστικού, πλην νομοθετικά κατοχυρωμένου, κοινωνικού γίγνεσθαι.

Με μια σημαντική διαφορά. Αντίθετα από τον (αδικοχαμένο) πατέρα μου εγώ ευτύχησα να κληρονομήσω τόσο την επιδεξιότητα όσο και την αδιαμφισβήτητη πνευματική ευστροφία του διάσημου, πλην αμφιλεγόμενου, παππού μου.

Κατόπιν τούτου η πορεία μου στη ζωή υπήρξε προδιαγεγραμμένη.

Download PDF