–Πόσων χρονών είσαι; με ρώτησε ο κύριος Ψύλλας όταν πήγα ν’ αναφέρω εκτέλεση των όσων –με μισή καρδιά– μας είχε αναθέσει να κάνουμε.
–Στα δεκατέσσερα...
Κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.
–Μεγάλος είσαι, παρατήρησε. Τι να σε κάνω εγώ δεκατεσσάρων χρονών; Τι να σου πρωτομάθω και πώς να σε γυμνάσω; Στην Αμερική τα παιδιά μπαίνουν στο γυμναστήριο από τα οχτώ τους χρόνια, για να μην πω και για τα κράτη του Παραπετάσματος, όπου τα διαλέγουν απ’ την κούνια. Μόνο έτσι γίνονται οι πρωταθλητές, τι νομίζεις; Εδώ, μου ’ρχόσαστε όταν είναι να βγείτε στη σύνταξη. Τι να σας κάνω εγώ τότε, σε ερωτώ. Τι πλάνα να καταστρώσω και με τι προοπτικές να εργαστώ; Τέλος πάντων… Πώς σε είπαμε;…
Του είπα.
Ο παιδοτρίβης ούτε που το έλαβε υπόψη του. Του ταίριαζε καλύτερα φαίνεται να είμαι ανώνυμος.
–Χρειάζεσαι πολλή δουλειά, είπε. Ασκήσεις, βάρη, κυκλική προπόνηση, τεχνική... Να λυθούν τα πόδια σου... Δεν είναι στυλ αυτό που έχεις. Σαν χεσμένος πας... Θες δουλειά, πολλή δουλειά και πειθαρχία. Τέλος πάντων... Θα δούμε αν αξίζει τον κόπο... Που δεν νομίζω... Τώρα πήγαινε να ντυθείς. Αύριο έχουμε τους Εσωτερικούς Αγώνες του συλλόγου. Θα σε βάλω στα εκατό των παίδων να δούμε κι επίσημα τι ψάρια πιάνεις, αν και εφόσον... που δεν...
Άφησε τη φράση του ατελείωτη. Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι δεν είχα καταφέρει να τον εντυπωσιάσω. Άλλωστε, δεν το είχε ξεκαθαρίσει; Δεκατεσσάρων χρονών γέρο, τι να μ’ έκανε;