Ως γνωστόν (προτιμώ να αρχίσω αισιόδοξα) οι θρύλοι στερούνται πατρότητος. Εις την καλυτέραν των περιπτώσεων, ως υπογραμμίζει ο Παραντάνωφ, ημπορούμε να υπολογίσωμεν, κατά προσέγγισιν, τον γεωγραφικόν χώρον όπου αυτοί έλαβον μορφήν και υπόστασιν, αλλά βεβαίως ούτε λόγος να αποδώσωμεν εύσημα ή μομφήν δια την δημουργίαν των εις έν συγκεκριμένον πρόσωπον. Συνήθως, όπως με σιγουριά μας διαβεβαιώνει ο Φράουζερ, ο θρύλος είναι προϊόν της ανάγκης των απλών ανθρώπων να ηρωοποιήσουν, συχνάκις δε να εκτινάξουν εις ύψη μυθοπλαστικής εχεγγυότητος πρόσωπα υπαρκτά, άτινα διέπρεψαν κατά το μάλλον ή ήττον εις την εποχήν των και διεκδικούν την θέσιν των εις την Φήμην, που όπως μας λέει ο Χάρφηλντ, ευρίσκεται τοποθετημένη υψηλότερα της Ιστορίας εις την συνείδησιν του όχλου.
Με άλλα λόγια, όπως θα έλεγε και ο αείμνηστος καθηγητής Γλωσσολογίας (εφηρμοσμένης) Κωνσταντίνος Κεντίδης, φευ δεν υπήρξεν Όμηρος για να προσδώση το κύρος του στις ιστορίες που θα μας απασχολήσουν εις το παρόν πόνημα. Δεν υπήρξεν καν ένας Firdowsi –εάν όντως ήτο εκείνος ο συγγραφεύς του περιφήμου «Shah Nameh», του ημιφανταστικού χρονικού των Βασιλέων της Περσίας– που να δημιουργήση ένα πλέγμα λίγο-πολύ πιστευτό γύρω από καταστάσεις και γεγονότα που συχνάκις άπτονται του μυθώδους.
Εις το είδος αυτό της Λαογραφίας έχομεν απλώς σκόρπιες διηγήσεις, συχνάκις διασωθείσας μέσω του προφορικού λόγου, κάποτε και δια του γραπτού τοιούτου υπό μορφήν ευτελών λαϊκών φυλλαδίων, όπου αδιαλείπτως παρατηρείται σύγχυσις ιστορικών εποχών και γεγονότων με αποτέλεσμα καταφόρους αναχρονισμούς, οι οποίοι βεβαίως υπήρξαν ανέκαθεν εν των κυριοτέρων χαρακτηριστικών των λαϊκών αυτών παραδόσεων.
Κατά συνέπειαν υπήρξε εξαιρετικώς επίπονος υπόθεσις διʼ ημάς να συλλέξωμεν, να αξιολογήσωμεν, να τεκμηριώσωμεν επιστημονικώς και να αποδώσωμεν λογοτεχνικώς, με μίαν όσον το δυνατόν ομοιόμορφον τεχνικήν γραφής (εννοείται εις την λογίαν γλώσσαν του συγχρόνου Ελληνικού Κράτους) –η οποία ωστόσο να μην αφαιρεί την μαγείαν της αφελούς και κάποτε ξυλοσχιστικής λαϊκής διηγήσεως– τας ιστορίας αυτάς, εγχείρημα που ίσως απέβαινεν θνησιγενές άνευ της πολυτίμου συνδρομής και αρωγής των διακεκριμένων καθηγητών κ. κ. Κατσάμπα, Περιβολάρη, Πατάρη και Κελαρίδη, των αόκων ερευνητών της Παραδόσεως Παρτσακλή, Πέλοπα και Γόγκα καθώς και του δημοδιδασκάλου και ερασιτέχνου λαογράφου, αξίου τέκνου της Πατητής Τζουμέρκων, Πλάτωνος Περικλείτου.
Και τώρα, για να δανειστώ την προσφιλήν ρήσιν του Πετιμπόνωφ: Ας αφήσωμεν την μνημοσύνην να ομιλήση.