Την Κοντινίτσα, πριν από την απόσπαση, δεν την είχα ακούσει ούτε σαν ανέκδοτο. Δεν ήξερα καν ότι υπήρχε τέτοιος τόπος στις εσχατιές της Ελλάδας των Ελλήνων Χριστιανών, του πουλιού, των δεκάρικων λόγων και του μυστριού. Αλλά ακόμα κι αν, για κάποιο μυστηριώδη λόγο, είχα ακούσει γιʼ αυτήν και πάλι η φαντασία μου θʼ αδυνατούσε να σχηματίσει την εικόνα που έβλεπα να ξεδιπλώνεται μπροστά μου.
Γύρω-γύρω βουνά κακοτράχαλα. Από τρεις μεριές «δικά μας» και στα βορειοδυτικά του «εχθρού». Στη μέση αυτής της ποντικοπαγίδας ένα κωλοχώρι απερίγραπτο, που για λόγους ανεξιχνίαστους είχε προβιβαστεί επισήμως σε κωμόπολη! Η πλατεία, ο κεντρικός δρόμος, μισός άσφαλτος μισός χώμα λασπιασμένο, κάτι τσουρούτικα μαγαζιά... τα βασικά... είδη μπακαλικής, εδώδιμα-αποικιακά, ψιλικά, μανάβικα, η εκκλησία –χτισμένη σε στυλ απίστευτο κιτσαριού, από δωρεές άξιων τέκνων της πολίχνης που είχαν προκόψει στο Αμέρικα πλένοντας πιάτα– και τα σπίτια των ιθαγενών, που συναγωνίζονταν σε κιτσαριό την εκκλησία, σπαρμένα ολοτρόγυρα. Αυτό ήταν όλο. Α, και δυο καφενεία. Όαση στην έρημο!
email συγγραφέα: panflynn@otenet.gr