(His Master's Voice)
Μπορεί
να μ’ έχετε ακούσει, μπορεί και όχι. Για
να με έχετε δει πάντως κάπως χλωμό το
βλέπω μιας και η κύρια ενασχόλησή μου
–για να ‘μαστε ειλικρινείς... η
αποκλειστική– είναι ραδιοφωνατζής. Αν
ήμουν ευειδής –κι αν είχα βύσμα εννοείται–
τότε θα ‘βγαινα στο γυαλί και δώθε πάει
«η μαγεία του ραδιοφώνου». Όμως, όπως
δεν πληρώ καμιά από τις τρεις απαραίτητες
προϋποθέσεις (η τρίτη είναι να είσαι
θήλεο ικανών προδιαγραφών) αναγκάζομαι
να συμβιβαστώ μ’ αυτό που έχω –και πάλι
καλά να λέμε. Καθόσον οι μέρες είναι, ως
γνωστόν, πονηρές και το «λειτούργημα»
διέρχεται κρίση. Όποιος από μας τους
δευτερότριτους καταφέρνει να τρουπώσει
κάπου είναι τυχερός. Τα μισθά να πίπτουν
και τα αποδέλοιπα τα βρίσκουμε στην
πορεία –ή δεν τα βρίσκουμε καθόλου,
γιατί δεν τα ψάχνουμε (κι αυτό θεμιτό
κι εντός του παιγνίου).
Βρέθηκα
στον «μαγικό κόσμο του ραδιοφώνου» από
σπόντα. Ο φίλος του φίλου της κουμπάρας
του μπατζανάκη του ξαδέρφου της
γειτόνισσας, η οποία ένεκα που τυγχάνουμε
μπεκιάρης (τουτέστιν μπακούρης) μας
βλεφαρίζει περί το πονηρόν, μιας κι ο
κύριός της απουσιάζει τον περισσότερο
καιρό μεταφέροντας την Ελλάδα στην
καρότσα της τριαξονικής νταλίκας του
«Takis International Transports» στα
πέρατα της οικουμένης, ως άλλος
Μεγαλέξανδρος.
Εντάξει,
δηλαδή στην ουσία από σπόντα βρέθηκα
εκεί, απ’ όπου και να το εξετάσει κανείς
το πράγμα, καθόσον ο μισθουλάκος που
μου δίνουν στη φυλλάδα όπου δούλευα
όταν πρωτοβγήκα στο δημοσιογραφικό
κουρμπέτι δεν έφτανε ούτε για μισό μήνα
κι αναζητούσα άπελπις ένα συμπλήρωμα
–όπου κι ότι να ‘ταν– προκειμένου να
πορευτώ στοιχειωδώς. Το «όπου να ‘ναι»
έτυχε να είναι τελικά «ο αέρας του
ραδιοφώνου», όπου κατά έναν παράδοξο
τρόπο έπιασα και στέριωσα. Το γιατί
εξακολουθεί ν’ αποτελεί για μένα ίσαμε
σήμερα μυστήριο. Ίσως επειδή ήμουν ο
άνθρωπος για όλες τις δουλειές κι ως εκ
τούτου μπορούσα να μπαλώνω τις όποιες
τρύπες παρουσιάζονταν στο πρόγραμμα.
Μπορώ φερ’ ειπείν να εκφωνήσω το δελτίο
(των «ειδήσεων» ντε), να μιλάω με τις
ώρες στο μικρόφωνο χωρίς εκείνα τα
«λοιπόοοοον» και τα «εεεεε...» που σπάνε
τα νεύρα του ακροατή (χωρίς να λέω τίποτα
εννοείται), μπορώ να κάνω μουσική εκπομπή
–όντας τελείως άμουσος, αλλά μπλοφάροντας
ασυστόλως– μπορώ να παίρνω συνέντευξη,
χωρίς να φαίνεται πως είναι στημένη από
την αρχή μέχρι το τέλος, μπορώ μέχρι
αθλητική εκπομπή να κάνω –κι ας είμαι
εντελώς άμπαλος.
Αλλά το
σπουδαιότερο είναι –νομίζω– ότι δεν
κοντράρομαι ποτέ με την εργοδοσία και
την ιεραρχία. Πετάει ο γάϊδαρος; Πετάει
με χίλια, ο καριόλης! Ούτε συντεχνιακά,
ούτε συνδικαλιστικά, ούτε τίποτα. Ότι
πει η εξουσία. Βρίστους μετά (από μέσα
σου). Αλλά στην «υπερεσία» κανονικός
φαντάρος! «Διατάξτε, κύριε λοχαγέ» και
«ευπειθώς αναφέρω εκτέλεση της αποστολής».
Μόνος τρόπος για να μη βρεθείς ποτέ
χωρίς δουλειά –και αν, ο μη γένοιτο
προκύψουν απολύσεις– να είσαι πάντα
στον πάτο-πάτο της λίστας.
UPDATED 11 Φεβρουαρίου 2021: ως προς τις διορθώσεις του κειμένου, το σχήμα και την εικονογράφηση.